φοιτητικός

φοιτητικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοίτηση ή στον φοιτητή (α. «φοιτητικό εισιτήριο» β. «φοιτητικά χρόνια»)
2. αυτός που αρμόζει σε φοιτητή ή αυτός που γίνεται από φοιτητή (α. «φοιτητική ζωή» β. «φοιτητική συγκέντρωση» γ. «φοιτητικό κίνημα»)
3. φρ. α) «φοιτητική φάλαγξ» — η πανεπιστημιακή φάλαγξ
β) «φοιτητικές εστίες» — ειδικά διαμορφωμένοι χώροι στους οποίους διαμένουν, σιτίζονται και ψυχαγωγούνται άποροι νέοι και νέες, που κατά τη διάρκεια τών σπουδών τους βρίσκονται μακριά από τις οικογένειες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φοιτητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φοιτητή: Φοιτητικό αναγνωστήριο. 2. αυτός που ταιριάζει σε φοιτητή, που γίνεται από φοιτητή: Φοιτητική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοιτητικώς — ΜΑ επίρρ. με πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητός, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *φοιτητικός] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… …   Dictionary of Greek

  • φοιτητόκοσμος — ο το σύνολο των φοιτητών, ο φοιτητικός κόσμος, το φοιτηταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”